- πολυκλαδικός
- -ή, -ό, Ν [πολύκλαδος]1. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις, πολλούς τομείς2. φρ. «πολυκλαδικό λύκειο» — ενιαίος τύπος λυκείου, όπου επιδιώκεται η συνένωση τής ανθρωπιστικής και θεωρητικής μόρφωσης με την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση.
Dictionary of Greek. 2013.